- κεφαλόπονος
- οπονοκέφαλος: Έχω κεφαλόπονο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεφαλόπονος — Βλ. λ. κεφαλή (κεφαλαλγία)· ημικρανία. * * * ο (Μ κεφαλόπονος) πονοκέφαλος, κεφαλαλγία … Dictionary of Greek
πονοκέφαλος — ο, Ν 1. πόνος στο κεφάλι, αλλ. κεφαλόπονος, η κεφαλαλγία 2. ζήτημα, πρόβλημα που απαιτεί κουραστική διανοητική απασχόληση, υπόθεση που μάς σκοτίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κεφάλι, κατ αντιστροφή τού κεφαλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά:… … Dictionary of Greek
καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
κεφαλοπονώ — και άω (Μ κεφαλοπονώ) [κεφαλόπονος] 1. έχω κεφαλαλγία, υποφέρω από πονοκέφαλο 2. μτφ. νοιάζομαι πολύ, ανησυχώ, σκοτίζομαι … Dictionary of Greek
κοκκόδαφνον — κοκκόδαφνον, τὸ (AM) το κουκούτσι τής δάφνης, δαφνοκούκουτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνό κοκκον (< δάφνη + κόκκος), με αντιστροφή τής σειράς τών συνθετικών (πρβλ. κεφαλόπονος: πονοκέφαλος)] … Dictionary of Greek
μιγκρένα — η ημικρανία, κεφαλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. migraine < λατ. hemigrania < ἡμι κρανία] … Dictionary of Greek
πονοκέφαλος — ο 1. πόνος στο κεφάλι, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία: Δεν ησύχασα όλη τη μέρα από τον πονοκέφαλο. 2. μτφ., πρόβλημα δύσκολο, υπόθεση δυσχερής: Μεγάλος πονοκέφαλος τα κληρονομικά μας θέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)